Είχα ήδη την ευκαιρία να προβώ σε προκαταρκτικά σχόλια της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αυγουστή κατά τη διάρκεια live podcast που διοργάνωσε η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Κρίνω σκόπιμο να αποτυπώσω γραπτώς ορισμένες επιπρόσθετες σκέψεις.
A. Στην προηγούμενη απόφαση για το ίδιο θέμα στην Χαραλάμπους η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας είχε κρίνει ως συνταγματικές τις περικοπές των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων με παρόμοια αιτιολογία. Οκτώ από τους 13 δικαστές συμμετείχαν τόσο στην Χαραλάμπους, όσο και στην Αυγουστή. Οι πέντε είχαν αποφασίσει ότι ο νόμος ήταν συνταγματικός και οι τρεις εναντίον. Τέσσερις από τους νέους δικαστές συμφώνησαν με τους αρχικούς πέντε ότι ο νόμος είναι συνταγματικός, ενώ μια τάχθηκε υπέρ της μειοψηφίας. Στην Χαραλάμπους η συνταγματικότητα αποφασίστηκε με ψήφους 9-3, ενώ στην Αυγουστή με ψήφους 9-4. Είχε μεσολαβήσει βέβαια η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Κουτσελίνη, στην οποία με πλειοψηφία 7-3 είχε κριθεί ότι η αναστολή καταβολής συντάξεων βρισκόταν σε αντίθεση με το άρθρο 23 του Συντάγματος. Η Κουτσελίνη αποτέλεσε το βασικό έρεισμα για να ζητηθεί η ανατροπή της Χαραλάμπους στην Αυγουστή και επί αυτής είχε βασίσει το Διοικητικό Δικαστήριο τις διάφορες αποφάσεις του που ανατράπηκαν κατ’ έφεση στις Αυγουστή, Κούνδουρου, Νικολαΐδη, Φιλίππου, Ευτυχώς μέσα στην δυσχέρεια της διεξαγωγής του επαγγέλματος μας που επέφερε η ανωνυμοποίηση των δικαστικών αποφάσεων καταφέρνουμε ακόμα να βγάζουμε ακόμα άκρη χάρη στα επίθετα των διαδίκων και τις ιδιότητες των δικηγόρων.
Β. Προτού περάσω στην ουσία της απόφασης, θέλω να τονίσω ως γενικό σχόλιο την ανάγκη όπως οι αποφάσεις, ειδικά της Πλήρους Ολομέλειας, καταβάλλουν περισσότερη προσπάθεια για αυτό που χαρακτηρίζεται πλέον στη βιβλιογραφία ως δικαστικός διάλογος. Με την εξαίρεση κυρίως της μειοψηφούσας απόφασης του Ναθαναήλ Δ., το στοιχείο του δικαστικού διαλόγου είναι σχεδόν ανύπαρκτο, εφόσον εφαρμόζεται κυρίως το μοντέλο της αυθεντικής γραφής. Δεν επιχειρείται δηλαδή από την πλειοψηφία διάλογος με σκοπό να απαντήσει στα επιχειρήματα της μειοψηφίας ή διάλογος με τα πρωτόδικα δικαστήρια ή με την θεωρία. Επιχειρείται εντούτοις μια μορφή διαλόγου με το ΕΔΔΑ (αν και αυτός συχνά αποσπασματικός, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια), αλλά όχι με την θεωρία. Είχα την ευκαιρία παρεμπιπτόντως να επαναλάβω και πάλι πρόσφατα την ανάγκη για διεξαγωγή δικαστικού διαλόγου, και ως πρότυπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αν όχι το κορυφαίο συνταγματικό δικαστήριο του πλανήτη, δηλαδή το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, έστω το πιο κοντινό στους Κύπριους δικαστές Ανώτατο Δικαστήριο του ΗΒ. Η εξαιρετική εμπειρική έρευνα της Penny Darbyshire ή του Alan Paterson για την εργασία των δικαστών και τον δικαστικό διάλογο στο ΗΒ θα είχαν πολλά να μας διδάξουν.
Γ. Επί της ουσίας, η κρίση της πλειοψηφίας είναι εσφαλμένη, όπως ήταν και η αντίστοιχη κρίση της πλειοψηφίας στην Χαραλάμπους. Τόσο στην Χαραλάμπους, όπως και στην Αυγουστή, αναγνωρίζεται ότι ο μισθός συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα. Το ίδιο και οι συντάξεις, όπως επιβεβαιώθηκε και στην Κουτσελίνη. Επομένως, όπως αναφέρθηκε στην Χαραλάμπους «οποιαδήποτε παρέμβαση δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο Άρθρο 23 του Συντάγματος». Αυτό βεβαίως είναι ορθό. Εντούτοις, η πλειοψηφία στην Αυγουστή, όπως και η πλειοψηφία στην Χαραλάμπους, νοηματοδοτεί με μη πειστικό τρόπο την γνωστή νομολογιακή αρχή που καθιέρωσε το ΕΔΔΑ ότι το ιδιοκτησιακό αυτό δικαίωμα δεν εκτείνεται και σε δικαίωμα σε μισθό συγκεκριμένου ύψους. Το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει εντός παρενθέσεως σε σωρεία αποφάσεων του ΕΔΔΑ που επαναλαμβάνουν την συγκεκριμένη αρχή, πλην όμως δεν μπαίνει σε δικαστικό διάλογο μαζί τους. Είναι ο δικαστικός διάλογος όμως που ήταν εδώ απαραίτητος για να καταστεί αντιληπτό το ορθό περιεχόμενο της αρχής. Και επειδή ούτε η μειοψηφία αναφέρεται σε αυτό το σημείο, κρίνω σκόπιμο να επεκταθώ κάπως περισσότερο επί αυτού.
Δ. Η Panfile v. Romania, App. 1390/11, ημερ. 20.3.2012, σκέψεις 15 και 18, στην οποία παραπέμπει τόσο η Χαραλάμπους, όσο και η Αυγουστή και συνοψίζει την προγενέστερη νομολογία, αναφέρει τα ακόλουθα (με υπογράμμιση δική μας):
«The court reiterates that the principles which apply generally in cases under Article 1 of Protocol 1 are equally relevant when it comes to pensions (see Stummer v. Austria [GC] no. 37425/02, § 82, 7 July 2011) or to salaries (see, among others, Mihaies v. Romania and Sentes v. Romania (dec.) no. 44232/11, 44605/11, 6 December 2011). Among these, especially relevant for the present case is the fact that this provision does not guarantee, as such, any right to a pension of a particular amount (see Maggio and others v. Italy, nos 46286/09, 52851/08, 53727/08, 54486/08 and 56001/08, § 55, 31 May 2011), nor the right to continue to be paid a salary of a particular amount (see Vilho Eskelinen and others v. Finland [GC] no. 63235/00 § 94, ECHR 2007-II) it being entirely at the State’s discretion to determine what benefits are to be paid to its employees out of the State’s budget (see Kechko v. Ukraine, no 63134/00 § 23, 8 November 2005). At the same time, however, where the amount of a benefit is reduced or discontinued, it may constitute interference with possessions which needs to be justified (see Rasmussen v. Poland, no. 38886/05 § 71, 28 April 2009)».
Ε. Σαφώς επομένως το δικαίωμα στο μισθό ή στην σύνταξη δεν υποχρεώνει το κράτος να κατοχυρώσει μισθό ή σύνταξη συγκεκριμένου ύψους. Όταν όμως το ωφέλημα μειώνεται ή διακόπτεται, τότε αυτό συνιστά επέμβαση με το περιουσιακό δικαίωμα. Εφόσον δηλαδή υπάρχει συνταγματικό δικαίωμα, τότε για να υπάρξει επέμβαση σε αυτό αυτή πρέπει να γίνει σύμφωνα με τον συνταγματικό κανόνα. Και αν και όλα τα δικαιώματα υπόκεινται σε περιορισμούς, εντούτοις αυτό δεν συνεπάγεται σε καμιά περίπτωση πως οι περιορισμοί δύνανται να εκφεύγουν από τον κανόνα. Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρει πως το Διοικητικό Δικαστήριο παρέλειψε να συζητήσει την έκταση της προστασίας που παρέχει η παράγραφος 1 του άρθρου 23 του Συντάγματος. Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς την πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά ουδόλως παρέλειψε να πράξει τούτο το Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο αντιθέτως αναφέρθηκε στα επίδικα αποσπάσματα της Χαραλάμπους. Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένα ορίσει ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Π1, Α1 της ΕΣΔΑ περιλαμβάνει τόσο υπάρχουσα περιουσία, όσο και περιουσιακά συμφέροντα, μεταξύ των οποίων και απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει δικαιολογημένη προσδοκία ικανοποίησής τους, όσο και ενοχικές αξιώσεις. Το ιδιοκτησιακό δικαίωμα επομένως δεν περιορίζεται σε υπαρκτή ή εκκαθαρισμένη περιουσία και τούτο έχει αποδεχθεί, υιοθετώντας την νομολογία του ΕΔΔΑ και το κυπριακό Ανώτατο Δικαστήριο. Άλλωστε τόσο στην Χαραλάμπους και στην Κουτσελίνη, όσο και στην Αυγουστή, έγινε παραδεκτό ότι ο μισθός και οι συντάξεις προστατεύονται από το δικαίωμα ιδιοκτησίας σύμφωνα με το άρθρο 23 του Συντάγματος.
Στ. Εφόσον υπάρχει δικαίωμα, ο περιορισμός αυτού του δικαιώματος γίνεται σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η παράγραφος 1 του άρθρου 23 κατοχυρώνει το δικαίωμα, ενώ η παράγραφος 2 ρητά καθορίζει ότι στέρηση ή περιορισμός του δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθεί εκτός σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο ίδιο το άρθρο 23. Αυτή η διάταξη, σε συνδυασμό και με την γενική ρήτρα του άρθρου 33 του Συντάγματος, δεν αφήνουν περιθώριο για επιβολή άλλων περιορισμών πέραν όσων προβλέπονται ρητά στο Σύνταγμα. Δεν εγέρθηκε άλλωστε εδώ ζήτημα εφαρμογής υπόρρητων περιορισμών στη βάση σύγκρουσης με άλλα άρθρα του Συντάγματος από πλευράς της Δημοκρατίας, ούτε και εξετάστηκε κάτι παρόμοιο από το Δικαστήριο. Για να υπάρξει επομένως περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας, για να μπορεί να κριθεί κατά πόσο το δικαίωμα περιορίστηκε σύμφωνα με το Σύνταγμα θα πρέπει να υποβληθεί η άσκηση του δικαιώματος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 23, σε περιορισμούς που, δυνάμει του γνωστού τριπλού τεστ: α) να προβλέπονται διά νόμου (που εδώ ήταν αναντίλεκτο ότι προβλέπονταν), β) προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων και γ) να είναι απολύτως απαραίτητοι και τηρούν επομένως την αρχή της αναλογικότητας σε μια δημοκρατική ευρωπαϊκή κοινωνία.
Ζ. Τα κριτήρια έχουν αναλυθεί κυριολεκτικά χιλιάδες φορές στη νομολογία του ΕΔΔΑ, του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στη θεωρία. Δεν υπάρχει περιθώριο παρερμηνείας τους. Για να μπορεί κάποιος, όπως ορθά επισήμανε η μειοψηφία, να προχωρήσει στο τρίτο κριτήριο, πρέπει πρώτα να πληρείται το δεύτερο. Αν δεν πληρείται το δεύτερο, τότε ο νόμος είναι αντισυνταγματικός και το δικαστήριο δεν προχωρά στην εξέταση του τρίτου κριτηρίου. Αυτό τόνισε εξονυχιστικά στην απόφασή του τόσο ο Ναθαναήλ Δ. όσο και ο Παρπαρίνος Δ., με εκτενείς παραπομπές στη νομολογία και του ίδιου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και προφανώς έχουν δίκαιο. Ούτε και η πλειοψηφία απάντησε επί αυτής της κριτικής που της ασκήθηκε από τη μειοψηφία και που αποτελούσε και την κυριότερη κριτική της θεωρίας στην Χαραλάμπους. Αυτό όμως ήταν και το κρισιμότερο σημείο που θα περίμενε κάποιος να απαντηθεί στα πλαίσια του δικαστικού διαλόγου, αλλά και της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης.
Η. Η πλειοψηφία παρέπεμψε στην Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ v. Ελλάδας, 57665 και 57657/12, ημερ. 7.5.2013 για να στηρίξει την συλλογιστική της. Πλην όμως, ενώ η παράγραφος 1 του άρθρου 23 που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία ταυτίζεται με την αντίστοιχη διάταξη του Π1, Α1 της ΕΣΔΑ, αντίθετα η παράγραφος 3 διαφέρει ριζικά. Ως αναφέρθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην Κουτσελίνη, σε απόφαση στην οποία και πάλι συγγραφέας ήταν ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου (όπως και στην Αυγουστή, στην οποία όμως αναφέρεται ότι αυτή έγινε μαζί με τον Οικονόμου Δ., μια ομολογουμένως ενδιαφέρουσα αναφορά δύο συγγραφέων της απόφασης της πλειοψηφίας που σπάνια συναντάται σε κυπριακή απόφαση): «Το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ενώ το άρθρο 1 επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που επιτρέπονται. Το Άρθρο 23.3 προνοεί ρητά ότι τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να τεθούν μόνο για σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας, των δημοσίων ηθών, της πολεοδομίας, της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας και την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων». Σε αντίθεση δηλαδή με το Π1, Α1 της ΕΣΔΑ που περιλαμβάνει γενική ρήτρα δημόσιου συμφέροντος ή ωφελείας, τούτο δεν συμβαίνει στο κυπριακό Σύνταγμα. Η νομολογία του ΕΔΔΑ επομένως, αν και χρήσιμη αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, που είναι το τρίτο κριτήριο, δεν είναι καθόλου χρήσιμη ως προς την εφαρμογή του δεύτερου κριτηρίου που εν προκειμένω είναι το ζητούμενο. Σε κανένα σημείο της απόφασης της πλειοψηφίας δεν εξηγείται πως εφαρμόζεται το δεύτερο κριτήριο, ώστε να μπορεί ο συνταγματικός έλεγχος να προχωρήσει στο τρίτο.
Θ. Η πλειοψηφία θα μπορούσε ενδεχομένως να στηρίξει την απόφασή της στην προσέγγιση του Γιασεμή Δ., ο οποίος εξέδωσε χωριστή απόφαση κρίνοντας την επέμβαση ως συνταγματική. Ο Γιασεμή Δ. ερμήνευσε ουσιαστικά τον σκοπό «της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας» με τρόπο που να καλύπτει την χρησιμοποίηση των μισθών και συντάξεων που αποκόπηκαν υπέρ του δημόσιου συμφέροντος. Με την ερμηνεία του αυτή ο Γιασεμή Δ. υπήρξε λογικά συνεπής, εφόσον έκρινε ότι πληρείτο και το δεύτερο κριτήριο, σε αντίθεση με την πλειοψηφία. Αυτή όμως είναι μια ερμηνεία που ρητά αποκλείστηκε τόσο στην Χαραλάμπους, όσο και στην Κουτσελίνη. Στην Χαραλάμπους αναφέρθηκε από την πλειοψηφία ότι: «δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι η αποκοπή έκτακτης εισφοράς από τους μισθούς και συντάξεις, μπορεί να δικαιολογηθεί, δυνάμει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος για λόγους δημόσιας ωφέλειας, οι οποίοι, όπως ισχυρίζονται, είναι συνυφασμένο με το δημόσιο συμφέρον της εξόδου του κράτους από την οικονομική κρίση. Η περικοπή μισθών δεν μπορεί να συνδεθεί με τη δημόσια ωφέλεια, εφόσον το Άρθρο 23.3 συνδέει την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας, με την επιβολή όρων, δεσμεύσεων ή περιορισμών στην ιδιοκτησία για σκοπούς πολεοδομίας ή αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως της ιδιοκτησίας, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση». Θέση που επαναλήφθηκε και στην Κουτσελίνη, στην οποία λέχθηκε ότι: «Η πρόνοια του Άρθρου 23.3 ότι περιουσιακό δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί δια νόμου, για σκοπούς ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας, δεν ταυτίζεται με τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Είναι ένα πράγμα να περιορίζεται το ιδιοκτησιακό δικαίωμα κάποιου, για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (που δεν προνοείται στο Άρθρο 23) και άλλο πράγμα να περιορίζεται το δικαίωμα του, υπέρ της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης της ιδιοκτησίας του, προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας (που προνοείται)». Οπότε για να υιοθετήσει μια παρόμοια προσέγγιση, η πλειοψηφία θα έπρεπε να ανατρέψει ως εσφαλμένο το ratio τόσο της Χαραλάμπους, όσο και της Κουτσελίνη, κάτι που δεν έπραξε.
Ι. Η πλειοψηφία επιχείρησε επίσης να διακρίνει την Αυγουστή από την Κουτσελίνη, αναφέροντας ότι στην Κουτσελίνη επρόκειτο για αποστέρηση της σύνταξης στο διηνεκές, ενώ στην Αυγουστή η στέρηση γινόταν με ορθολογικό κλιμακωτό και για περιορισμένη χρονική διάρκεια τρόπο. Εντούτοις, και στην Αυγουστή τα χρήματα που αποστερούνταν από τους προσφεύγοντες, δεν επρόκειτο να επιστραφούν ποτέ. Δεν επρόκειτο δηλαδή για αναστολή καταβολής, η οποία εν συνεχεία θα καταβαλλόταν στο μέλλον. Τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά οι προσφεύγοντες θα τα αποστερούνταν στο διηνεκές. Συνεπώς, η διαφοροποίηση που προβλήθηκε συγκριτικά προς την Κουτσελίνη στερείται επαρκούς πειστικότητας. Δεν υπήρχε εν προκειμένω κανένας αποχρών λόγος γιατί δεν υιοθετήθηκε ο λόγος της Κουτσελίνη.
ΙΑ. Ως προς το θέμα της αναλογικότητας, η κατάληξη της πλειοψηφίας όντως συνάδει ως προς το αποτέλεσμα με την γενικότερη προσέγγιση του ΕΔΔΑ. Εντούτοις, θα πρέπει να τονιστεί ότι το ΕΔΔΑ αφήνει, ως διεθνές δικαστήριο, στα κράτη το λεγόμενο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation), δηλαδή ένα αυξημένο περιθώριο άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας στην εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων. Ο ρόλος ενός εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου δεν ταυτίζεται όμως με τον ρόλο ενός διεθνούς δικαστηρίου. Αν και συμφωνώ με το δικαστήριο ότι στην προκειμένη περίπτωση η επέμβαση τηρούσε τις αρχές της αναλογικότητας, πιστεύω ότι είναι αναγκαίο όπως τα δικαστήριά μας υιοθετήσουν πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που να ανταποκρίνονται στην ανάγκη ο δικαστικός έλεγχος των πολιτικών αποφάσεων να είναι αποτελεσματικός και να διασφαλίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς την δυνατότητα των δικαστηρίων να προστατεύσουν τα δικαιώματά του.
ΙΒ. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο το μοναδικό κριτήριο είναι να μην τίθεται σε κίνδυνος η αξιοπρεπής διαβίωση είναι ανεπαρκές και ομολογουμένως δημιουργεί κακό προηγούμενο, διότι δεν στηρίζεται σε μια ισόρροπη ανάλυση της έκτασης του κινδύνου συγκριτικά προς το μέγεθος της επέμβασης, ώστε να καθίσταται αντιληπτή η δικαιολογητική βάση της αρχής της αναλογικότητας και κατ’ επέκταση ο απολύτως αναγκαίος χαρακτήρας της επέμβασης που συνιστά το συνταγματικό κριτήριο. Ο Ναθαναήλ Δ. εντοπίζει ορθά αυτή την ανάγκη στην απόφαση μειοψηφίας του και με μια ενδελεχή αναφορά και στην εξέλιξη της αμερικανικής νομολογίας μετά τον ΒΠΠ, αλλά αναφέρεται κυρίως στη γνωστή σύγκριση με το προοίμιο του νόμου, που είναι μια αδικαιολόγητη πρακτική που υιοθετήθηκε τα τελευταία χρόνια από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το προοίμιο του νόμου δεν πρέπει να είναι το κριτήριο για εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, όπως δεν ήταν και στις πρώτες δεκαετίες συνταγματικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όπως δεν είναι ούτε στο ΕΔΔΑ, ούτε και στα υπόλοιπα συνταγματικά δικαστήρια των δυτικών κρατών. Για μια ενδελεχή προσέγγιση της αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με το δικαίωμα ιδιοκτησίας στο κυπριακό Σύνταγμα, με δημιουργική αξιοποίηση της θεωρίας περί δικαιωμάτων του πασίγνωστου Robert Alexy βλ. την προσφάτως εγκριθείσα διδακτορική διατριβή της Σαλώμης Γιάλλουρου της οποίας ήμουν ο επιβλέπων.
ΙΒ. Στις πρωτόδικες προσφυγές είχαν εγερθεί περαιτέρω ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν εξετάστηκαν ενόψει του αποτελέσματος, δηλαδή της ακύρωσης λόγω αντισυνταγματικότητας των επίδικων νομοθεσιών με το άρθρο 23 του Συντάγματος, και οι οποίοι αφορούσαν την αντισυνταγματικότητα των μέτρων έναντι άλλων άρθρων του Συντάγματος. Είναι γεγονός ότι στην Χαραλάμπους είχαν απορριφθεί ισχυρισμοί που αφορούσαν τα άρθρα 23, 26 και 28 του Συντάγματος. Εντούτοις, η απόρριψη στην Χαραλάμπους των ισχυρισμών που αφορούσαν στο άρθρο 26 του Συντάγματος είχε γίνει με επίκληση της απόφασης της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Chimonides v. Manglis [1967] 1 CLR 125, σύμφωνα με την οποία «το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος είναι το δικαίωμα της σύναψης σύμβασης και επομένως δεν καλύπτει και τα δικαιώματα που δημιουργούνται, δυνάμει της σύμβασης». Η Χαραλάμπους εκδόθηκε στις 11.6.2014. Όμως, στις 31.10.2014, δηλαδή μερικούς μόλις μήνες αργότερα εκδόθηκε η ομόφωνη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά της Βουλής των Αντιπροσώπων για το γνωστό ζήτημα της θέσπισης πλαισίου αφερεγγυότητας και απαλλαγής πρωτοφειλετών και εγγυητών μετά την εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου. Σε αυτή αναφέρθηκε ότι: «Στην πολύ πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Υποθέσεις 1480/2011 κ.α., Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 11.6.2014, σε σχέση με το Άρθρο 26 του Συντάγματος έγινε, παρεμφερώς, αναφορά στην απόφαση της πλειοψηφίας, στην Chimonides (ανωτέρω), χωρίς όμως, το δικαστήριο, να ενδιατρίψει στη νομολογία που ακολούθησε επί του θέματος, αναφορικά με την εμβέλεια της προστασίας που παρέχει το Άρθρο 26, εφόσον μια τέτοια έρευνα δεν ήταν απαραίτητη για τους σκοπούς εκείνης της απόφασης». Είναι βέβαια προφανές ότι η αναφορά δεν είχε γίνει παρεμφερώς, εφόσον ο λόγος για τον οποίο είχε αναφερθεί η Chimonides ήταν για να αιτιολογήσει την απόρριψη του λόγου ακύρωσης που αφορούσε στην αντισυνταγματικότητα της επίδικης νομοθεσίας προς το άρθρο 26 του Συντάγματος. Τίποτα το παρεμφερές δεν υπάρχει σε αυτό, όταν η κρίση ήταν αναγκαία για την λήψη απόφασης. Πρόκειται για κατ’ εξοχήν ratio. Με την ως άνω απόφαση ανατράπηκε μετά από 47 χρόνια το ratio της Chimonides, το οποίο είχε επιβεβαιωθεί τέσσερις μόλις μήνες προηγουμένως και κρίθηκε ότι το άρθρο 26 του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο το δικαίωμα κάποιου να εισέρχεται σε σύμβαση, αλλά και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της συμφωνίας. Αν μη τι άλλο, θα δικαιολογείτο επομένως η εξέταση των συνεπειών της διαφοροποίησης αυτής της νομολογίας, ακόμα και αν και το αποτέλεσμα ήταν ενδεχομένως το ίδιο.
ΙΓ. Η πλειοψηφία στην απόφασή της δεν αναφέρεται στους λοιπούς λόγους ακύρωσης που δεν εξετάστηκαν. Αναφέρεται μόνο σε μια αντέφεση που καταχωρήθηκε για αυτό το θέμα. Δυνάμει της παγιωμένης νομολογίας όμως λόγοι που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως δεν χρειάζεται, εκτός αν είναι προγενέστερου σταδίου της ακύρωσης – που δεν είναι εδώ η περίπτωση – να εγερθούν με αντέφεση. Υπενθυμίζω εδώ την νομολογιακή γραμμή που υιοθέτησε το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Για παράδειγμα, στην γνωστή υπόθεση Χριστοδουλίδης v. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/12, ημερ. 6.7.2018 η πλειοψηφία της Ολομέλειας (μειοψηφούντος του Ναθαναήλ Δ.) αποφάσισε ότι: «το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει πρωτοβάθμια δικαιοδοσία να εξετάσει λόγους ακύρωσης (προσφυγής) σε κανένα στάδιο της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένης της Έφεσης. Η νομολογία και η πρακτική που ίσχυε πριν την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου στηρίζετο στην τότε ισχύουσα νομοθεσία και πρακτική που διαμορφώθηκε από την Ολομέλεια με βάση τα τότε δεδομένα. Μετά την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου και ανάληψη υπό αυτού της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του, το Εφετείο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει σε πρώτο βαθμό τους λόγους ακύρωσης (προσφυγή). Η άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εφετείου, βάσει του άρθρου 9 του Ν. 33/1964 ασκείται υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 11 του Ν.33/1964. Η αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος προσφυγής ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο. (Βλ. άρθρο 3 του Ν. 131(Ι)/2015 και Χαραλαμπίδης κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 99/2016, ημερ. 4.4.2018). Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης είναι και δική μας ανησυχία πλην όμως δεν μπορούμε να αναλάβουμε δικαιοδοσία και ναασκήσουμε εξουσία την οποία δεν έχουμε. Συναφώς, ο χρόνος καταχώρησης της επίδικης Προσφυγής και Έφεσης είναι άνευ σημασίας, αφού δεν μπορεί να προσδώσει δικαιοδοσία ή εξουσία προς εκδίκαση, κατά παρέκκλιση του Νόμου.». Εάν όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν κέκτηται δικαιοδοσίας να αποφασίσει επί εφέσεως για τους εναπομείναντες λόγους ακύρωσης, καθότι η αποκλειστική δικαιοδοσία ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο και ουδείς δύναται να προσδώσει δικαιοδοσία ή εξουσία στην Ολομέλεια, τότε γιατί δεν παραπέμφθηκαν οι υποθέσεις πίσω στο Διοικητικό Δικαστήριο για να εξετάσει τους εναπομείναντες λόγους ακύρωσης; Με βάση την συλλογιστική που υιοθέτησε η Ολομέλεια μετά την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου, είναι σαφές ότι στερείτο δικαιοδοσίας να εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, οι οποίοι μάλιστα αφορούσαν σε συνταγματικά ζητήματα και οι οποίοι κατά συνέπεια θα έπρεπε να είχαν παραπεμφθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο ως δικαιοδοτικό ζήτημα.
ΙΔ. Μια τελευταία παρατήρηση. Είναι ενδεχομένως πολλοί που θεωρούν, λόγω του χρόνου έκδοσης της απόφασης ενόσω βιώνουμε μια ενδεχομένως ακόμα χειρότερη οικονομική κρίση από την αντίστοιχη του 2013, ότι η νομική ανάλυση της απόφασης περιττεύει, εφόσον σε τελική ανάλυση αν το κράτος καταρρεύσει οικονομικά οι συνέπειες για τους προσφεύγοντες θα ήταν πολύ χειρότερες. Θα είχα πολλά σχόλια να προσθέσω σε μια συζήτηση που θα εκτεινόταν στη βέλτιστη αξιοποίηση των δημοσιονομικών πόρων ως θέμα χρηστής δημόσιας διοίκησης και σε αντιλήψεις που άπτονται της άσκησης οικονομικής πολιτικής σε περιόδους κρίσης. Ενδεχομένως θα το πράξω με μια άλλη αφορμή. Σαφώς δεν είμαι εξ αυτών που πιστεύουν ότι τα δικαιώματα δεν μπορούν να περιορίζονται σε περιόδους κρίσης ή ότι δεν απαιτείται στάθμιση και θεωρώ ότι οι κρατικοί πόροι δεν είναι απεριόριστοι και κατά συνέπεια είναι αναγκαία η ορθολογική και με αντικειμενικά κριτήρια αξιοποίησή τους. Πιστεύω όμως ταυτόχρονα ότι οι εξουσίες σε μια δημοκρατική κοινωνία υποχρεώνονται να ενεργούν με διαφάνεια, συνέπεια και ισονομία, ώστε να διασφαλίζουν την εμπιστοσύνη του κοινού και την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σε περιόδους κρίσης. Η σημασία άλλωστε του κυπριακού δικαίου της ανάγκης ήταν ακριβώς ότι δεν δημιούργησε καθεστώς εξαίρεσης. Στην περίπτωση των δικαστηρίων αυτό επιτυγχάνεται πρωτίστως μέσα από τον ολοκληρωμένο δικαστικό διάλογο που αναφέρθηκα στην αρχή του παρόντος κειμένου και την συνεπή, πειστική και δομημένη αιτιολογία. Το 2013 σε ένα εκτεταμένο άρθρο μου με τίτλο ‘Ελέγχοντας τον Έλεγχο Συνταγματικότητας: Σχολιασμός επί τριών πρόσφατων Αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου’ ΕΚΕΔ: 45-88 είχα αναφέρει ότι: «Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών αποφάσεων της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ότι αυτές είναι, κατά την άποψη του γράφοντος, επιστημονικά μη ικανοποιητικές και είναι ευάλωτες σε κριτική από απόψεως συνταγματικού δικαίου. Και οι τρεις αποφάσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα που ενδεχομένως είναι ορθότερο από άποψη δικαιοπολιτικής σκοπιμότητας, πλην όμως δεν μπορεί, κατά την άποψη του γράφοντος, να στηριχθεί επί του ίδιου του κειμένου του Συντάγματος. Η άσκηση κριτικής επομένως, όχι επί του αποτελέσματος των αποφάσεων, αλλά επί της δόμησης του συλλογισμού και της ανάλυσης την οποία πραγματοποιεί το Ανώτατο Δικαστήριο, θα πρέπει να θεωρηθεί ως επιστημονικό καθήκον». Τα ίδια σχόλια επαναλαμβάνω και σήμερα.